- γίβων
- (gibbon). Ανθρωπόμορφος πίθηκος της οικογένειας των υλοβατιδών. Ζει στα ορεινά δάση της Ιάβα και η ονομασία του οφείλεται στο χρώμα του πλούσιου τριχώματός του. Δεν έχει ουρά ούτε ακουστικά πτερύγια· τα μπροστινά άκρα του είναι τόσο μακριά ώστε όταν βρίσκεται σε όρθια στάση, τα δάχτυλά του σχεδόν ακουμπούν στο έδαφος. Όπως οι άλλοι υλοβατίδες (διαδεδομένοι από τη Βιρμανία έως την Ινδονησία), ζει σχεδόν αποκλειστικά πάνω στα δέντρα, όπου εκτελεί με ασυνήθιστη ευκινησία πραγματικές ακροβασίες. Όταν βρίσκεται στο έδαφος έχει ένα αδέξιο περπάτημα και για να διατηρηθεί σε ισορροπία κρατά τα άνω άκρα του ψηλά, στο ύψος των ώμων.
Ο γ. τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με φυτικές τροφές· για να πιει νερό, βουτά τα μπροστινά του άκρα στο νερό και ύστερα γλείφει τις σταγόνες που στραγγίζουν από το τρίχωμα του καρπού και του πήχεως. Το αρσενικό βγάζει πολύ διαπεραστικές κραυγές, ιδιαίτερα κατά την ανατολή και κατά τη δύση του ήλιου ή όταν επίκειται καταιγίδα. Η κύηση του θηλυκού διαρκεί επτά μήνες και άλλο τόσο χρειάζεται για τον θηλασμό του μοναδικού μικρού, το οποίο παραμένει αρκετό διάστημα υπό την προστασία των γονέων του.
Οι γίβονες, ανθρωπόμορφοι πίθηκοι της οικογένειας των υλοβατιδών, έχουν πολύ μακριά μπροστινά άκρα και ακροβατικές ικανότητες (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.